αποξενος

αποξενος
    ἀπόξενος
    ἀπό-ξενος
    2
    1) негостеприимный
    

(ὅρμος Soph.)

    2) скитающийся на чужбине, изгнанный
    

(τῆς γῆς Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αποξενος" в других словарях:

  • ἀπόξενος — alien to guests masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόξενος — η, ο (AM ἀπόξενος, ον) μσν. νεοελλ. αυτός που είναι από ξένο μέρος νεοελλ. εντελώς ξένος («ξένος κι απόξενος») αρχ. 1. αδιάφορος προς τους ξένους, αφιλόξενος 2. αυτός που βρίσκεται μακριά από κάποιον, αποδιωγμένος …   Dictionary of Greek

  • ἀπόξενον — ἀπόξενος alien to guests masc/fem acc sg ἀπόξενος alien to guests neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποξένοις — ἀπόξενος alien to guests masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποξένοισιν — ἀπόξενος alien to guests masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάτειμι — (AM) έλκω την καταγωγή, κατάγομαι αρχ. 1. πορεύομαι προς τα κάτω, κατέρχομαι, κατεβαίνω (α. «ὁ μὲν ποταμόνδε κατήϊεν», Ομ. Οδ. β. «ἡ δ οὖν γυνὴ κάτεισιν εἰς Ἅιδου δόμους», Ευρ.) 2. καταπλέω τον Νείλο, ταξιδεύω («κατιέναι εἰς Ἀλεξάνδρειαν») 3.… …   Dictionary of Greek

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»